- άξιφος
- ἄξιφος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει ξίφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄξιφος — without sword masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίφου — ἄξιφος without sword masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίφῳ — ἄξιφος without sword masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek